γραμμική παραμόρφωση

γραμμική παραμόρφωση
Κάθε μορφή παραμόρφωσης κατά την οποία δεν εμφανίζονται στην έξοδο της ηλεκτρονικής διάταξης συχνότητες διαφορετικές από τη συχνότητα εισόδου. Γραμμική ανόρθωση λέγεται εξάλλου η ανόρθωση κατά την οποία οι μεταβολές του συνεχούς ρεύματος εξόδου είναι ανάλογες προς τις μεταβολές του εναλλασσόμενου ρεύματος εισόδου. Στην ηλεκτρολογία πάντοτε, γραμμική διαμόρφωση λέγεται η διαμόρφωση στην οποία το ποσό κατά το οποίο διαφέρει το στιγμιαίο πλάτος κορυφής της εναλλασσόμενης τάσης ή ρεύματος εξόδου από τη μη διαμορφωμένη τιμή είναι απευθείας ανάλογο προς τη στιγμιαία τάση διαμόρφωσης. Τέλος, ο όρος γραμμικός είναι χαρακτηρισμός για κάθε στοιχείο ενός κυκλώματος που υπακούει στον νόμο του Ομ. Για παράδειγμα, σε μία γραμμική αντίσταση η πτώση τάσης είναι ανάλογη προς την ένταση του ρεύματος που τη διαρρέει (με την προϋπόθεση ότι η θερμοκρασία και οι άλλοι φυσικοί παράγοντες παραμένουν σταθεροί). Παρομοίως, σε μία ηλεκτρονική λυχνία που παρουσιάζει γραμμική χαρακτηριστική, η ένταση του ανοδικού ρεύματος μεταβάλλεται ανάλογα με την τάση που εφαρμόζεται ανάμεσα στο πλέγμα και την κάθοδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”